Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

Κάποιον να σου κρατάει το χέρι

Κοιμάσαι… Ονειρεύεσαι…
Κάποιος σε παρατηρεί. Άλλοτε σχηματίζεται ένα χαμόγελο στο πρόσωπό σου θαρρείς κι είσαι άγγελος… Άλλοτε πάλι το πρόσωπο παγώνει, τα μάτια κινούνται γρήγορα, ένας πνιχτός ήχος ακούγεται θαρρείς και σε βασανίζουν…

Συνεχίζεις να κοιμάσαι… Αγνοείς το φως που μπαίνει απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο, ακόμα κι όταν αυτό γίνει πολύ έντονο πεταρίζεις ενοχλημένα τα βλέφαρα, μα συνεχίζεις να κοιμάσαι. Δεν πρέπει, βλέπεις, να τελειώσει τ’όνειρο.

Συνεχίζεις να κοιμάσαι… Αγνοείς τα πουλιά που κελαηδούν γλυκά, αγνοείς το θόρυβο της πόλης που έχει ξυπνήσει εδώ και ώρα. Ακόμα κι όταν οι ήχοι δυναμώσουν, διαταράσσοντας την αρμονία σου γυρνάς πλευρό, μα συνεχίζεις να κοιμάσαι. Δεν πρέπει, βλέπεις, να τελειώσει τ’ όνειρο.

Κάποιος μπήκε στο δωμάτιο. Ακούς τα βήματα από μακριά, προσπαθούν να σε βγάλουν από την ονειροχώρα σου, μα εσύ εξακολουθείς ν’αρνείσαι πεισματικά. Τότε, σου τραβά βίαια τα σκεπάσματα. Το σώμα σου τραντάζεται, δειλά δειλά ανοίγεις τα μάτια, προσπαθείς να συνειδητοποιήσεις πού βρίσκεσαι… Όλα ίδια, όπως τ’άφησες πριν κοιμηθείς, συνάμα όμως τόσο διαφορετικά. Προσπαθείς να καταλάβεις πόσο καιρό κοιμάσαι, πόσο καιρό κατάφερες να κρατήσεις τ’ όνειρο ζωντανό. Δεν μπορείς, όμως, είναι αδύνατο να θυμηθείς… Ακόμα και τ’όνειρο έχει αρχίσει να ξεθωριάζει, να σβήνει…

Μέχρι να βγεις απ’το δωμάτιο το μόνο που θυμάσαι είναι «κάποιον να σου κρατάει το χέρι». Ευτυχώς δεν κλείδωσες πριν κοιμηθείς…